Η Καισαριανή, οι αγώνες των προσφύγων και το Σκοπευτήριο, στο νέο τεύχος του «Πρακτορείου»

Τελευταία ενημέρωση: 08:57

 

Με αφορμή την απόδοση του Σκοπευτηρίου στους κατοίκους της Καισαριανής, μία δέσμευση του πρωθυπουργού που υλοποιήθηκε με τροπολογία των συναρμόδιων υπουργών, το Πρακτορείο, που κυκλοφορεί σήμερα στη Θεσσαλονίκη, αφιερώνει 10 σελίδες στην ιστορική γειτονιά της Αθήνας, που ξεκινά «πίσω από το Χίλτον» και φτάνει στον Υμηττό. Η περιπέτεια του Σκοπευτηρίου, εκεί που το '44 εκτελέστηκαν 200 πατριώτες από τους ναζί, όμως έχει ξεκινήσει χρόνια πριν. Το διεκδικεί η... Σκοπευτική Εταιρεία και η υπόθεση θα κριθεί στα ελληνικά δικαστήρια. Και δεν ήταν μόνο αυτό αλλά και η ένταξή του το 2013 στο ΤΑΙΠΕΔ, όπως λέει στο περιοδικό του ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δήμαρχος Καισαριανής. Όμως, η προσφυγούπολη, δίπλα στο κέντρο της Αθήνας, έχει και το πράσινό της στις παρυφές του Υμηττού και τα άλση της και το πανέμορφο βυζαντινό Μοναστήρι της, αλλά και το ετοιμόρροπο Χάραμα, εκεί που εμφανιζόταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του.

Η προσφυγούπολη, οι αγώνες και το Σκοπευτήριο

Του Αλέξη Ηλιάδη

Καισαριανή. Ένας δήμος με μεγάλη ιστορία. Ιστορία γεμάτη αγώνες, αγώνες προσφύγων για μια καλύτερη ζωή, αλλά και αγώνες ιδεολόγων που έδωσαν τη ζωή τους για τα ιδανικά τους, για την ελευθερία. Σήμερα οι αγώνες γίνονται, κυρίως, στα τηλεοπτικά παράθυρα και στο ίντερνετ, δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944 εκτελέστηκαν από τους ναζί 200 κομμουνιστές που έπεσαν με το κεφάλι ψηλά και το σύνθημα «Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η λευτεριά». Πολλοί τους θυμούνται, άλλοι τους έχουν ξεχάσει. Άλλοι, δυστυχώς, δεν γνωρίζουν καν αυτή τη θηριωδία, ίσως γιατί η πρόσφατη ιστορία μας δεν διδάσκεται στα σχολεία.

«Η ιστορία της Καισαριανής», μας επισημαίνει ο δήμαρχος Ηλίας Σταμέλος, «συνδέεται με την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έτσι ιδρύθηκε η Καισαριανή. Η ιστορία της πόλης συνεχίζεται με τους αγώνες που έγιναν για να φύγει ο κόσμος από τις παράγκες, από τις σκηνές, στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες όταν ήρθαν, με κορυφαίους αγώνες στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής, της Αντίστασης. Στην ουσία, στην Καισαριανή, οι Γερμανοί ποτέ δεν διανυκτέρευσαν, λόγω της αντίστασης των κατοίκων και ίσως γι' αυτό χρησιμοποίησαν την περιοχή της για να εκτελέσουν πάνω από 750 πατριώτες κομμουνιστές, με κορυφαία στιγμή τους 200 κομουνιστές που εκτελέστηκαν την Πρωτομαγιά του ?44, τους οποίους είχαν παραδώσει οι φασίστες του Μεταξά στους Γερμανούς κατακτητές. Υπάρχουν συγκλονιστικές μαρτυρίες, για την Πρωτομαγιά του ΄44. Στη σημερινή οδό Σκοπευτηρίου όταν έφευγαν τα καμιόνια έτρεχε αίμα. Ποτίστηκε στην κυριολεξία ο δρόμος με αίμα και όταν έφυγαν οι Γερμανοί οι γυναίκες το έραιναν με λουλούδια».

Φαίνεται αδιανόητο αλλά το ιστορικό Σκοπευτήριο (το οποίο μετατράπηκε σε χώρο μνήμης το 1984, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη) είχε συμπεριληφθεί το 2013, όπως λέει ο δήμαρχος της πόλης, στα υπό πώληση «ακίνητα» του ΤΑΙΠΕΔ. Η διαδικασία όμως δεν προχώρησε και ο ιστορικός χώρος παρέμεινε ιστορικός χώρος. Φέτος τον Αύγουστο ψηφίστηκε τροπολογία, των συναρμόδιων υπουργών Ν. Φίλη, Ε. Τσακαλώτου, Χρ. Σπίρτζη και Τρ. Αλεξιάδη, με την οποία ο χώρος του Σκοπευτηρίου παραχωρήθηκε στον Δήμο Καισαριανής για σαράντα χρόνια. Είναι μια μεγάλη νίκη για τους κατοίκους της πόλης.

«Τον Μάη του 2013», λέει ο κ. Σταμέλος, «το Σκοπευτήριο είχε ενταχθεί στη λίστα του ΤΑΙΠΕΔ, από την τότε κυβέρνηση που ετοίμαζε τα προς πώληση κομμάτια, φιλέτα. Υπήρξε κινητοποίηση, υπήρξε αντίδραση και βγήκε από αυτή τη λίστα τότε. Είναι θετική η τροπολογία που ψηφίστηκε στις 31 Αυγούστου. Πρέπει πάντως να επισημάνουμε ότι δεν λύνει οριστικά το ζήτημα. Γιατί η Σκοπευτική Εταιρεία έχει πάει στα δικαστήρια και τον δήμο και το κράτος υποστηρίζοντας ότι είναι ιδιοκτησία της ο χώρος του Σκοπευτηρίου. Αλλά, ο χώρος αυτός είχε παραχωρηθεί στη Σκοπευτική Εταιρεία για συγκεκριμένους σκοπούς, οι οποίοι μετά την ανάπτυξη της πόλης εξέλιπαν και γι' αυτό το κράτος πήρε πίσω την παραχώρηση με τον νόμο του 1987. Στις 7 Οκτώβρη δικάζεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 50 στο νόμο 1731/1987 με εισήγηση θετική από το Ε' τμήμα. Επειδή όμως έχουμε μια διαφορετική απόφαση από τον Άρειο Πάγο μάλλον τα πράγματα οδεύουν προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, εάν το Συμβούλιο της Επικρατείας δεχθεί την εισήγηση του Ε' τμήματος».

Η Καισαριανή όμως δεν ζει μόνο με το παρελθόν, είναι μια σύγχρονη πόλη, βρίσκεται πολύ κοντά στο κέντρο της Αθήνας και, περιέργως για τα ελληνικά δεδομένα, έχει ακόμη πολύ πράσινο. Από τα 8.500 στρέμματα της συνολικής έκτασής της τα 7.500 είναι ορεινή περιοχή και πράσινο και τα 1.000 κατοικημένα και κοινόχρηστοι χώροι. Το Σκοπευτήριο είναι πλέον - εκτός από χώρος ιστορικής μνήμης- ένα πάρκο, ένα μικρό δάσος. Πώς εξηγείται η ύπαρξη τόσου πρασίνου δυο βήματα από την Αθήνα;

«Πράγματι», λέει ο κ. Σταμέλος, «η Καισαριανή έχει πολύ πράσινο. Από τη μία πλευρά είναι ο Υμηττός, είναι το Σκοπευτήριο που είναι συνέχεια του Υμηττού, αλλά βρίσκεται μέσα στην πόλη, Από την άλλη πλευρά είναι το πράσινο της πανεπιστημιούπολης. Ένα μέρος του πρασίνου συνδέεται με τους αγώνες που έκανε ο λαός της Καισαριανής για να αποδοθεί το Σκοπευτήριο στην πόλη. Πέρα από τον ιστορικό χώρο, το Σκοπευτήριο είναι ένα άλσος το οποίο χαίρονται οι κάτοικοι και του δήμου μας, αλλά και των γειτονικών δήμων. Είναι ένα άλσος το οποίο έχει γίνει από τις εκάστοτε δημοτικές αρχές, δεν ήταν αρχικά έτσι όπως το βλέπουμε σήμερα. Μπήκαν μέσα οι κάτοικοι το 1983, έκαναν 17 ημέρες κατάληψη και έτσι απέκτησαν το δικαίωμα να το χρησιμοποιούν. Άρα και η διατήρηση του πρασίνου οφείλεται στους αγώνες του λαού της Καισαριανής. Όπως και στον Υμηττό, επειδή δυστυχώς εξακολουθούν να υπάρχουν ιδιοκτησίες στο δάσος, όπως είναι η ιδιοκτησία της Φιλοδασικής, όταν έγινε απόπειρα να χτισθεί, να παραχωρηθεί, πάλι οι αγώνες του λαού σταμάτησαν αυτή την προσπάθεια. Ταυτόχρονα όμως, η σημερινή οικονομική κατάσταση δημιουργεί προβλήματα σε αυτόν τον τομέα καθώς χρειάζονται αρκετά χρήματα για να τους συντηρήσεις και αυτή τη στιγμή έχουμε δυσκολίες, έχουμε έλλειψη προσωπικού, ενώ και η μείωση των κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό δυσχεραίνει το έργο μας».

Υπάρχουν όμως και σχέδια για την αξιοποίηση του κέντρου «Χάραμα» που βρίσκεται, εγκαταλελειμμένο, στον χώρο του Σκοπευτηρίου. Στο κέντρο αυτό εμφανιζόταν για 14 χρόνια, τα τελευταία της ζωής του, ο Βασίλης Τσιτσάνης.

«Εμείς», δηλώνει ο κ. Σταμέλος, «πριν ακόμη μας παραχωρηθεί το Σκοπευτήριο, είχαμε ζητήσει να γίνει εκεί ένα «ζωντανό» μουσείο Μουσικής, όπου επιπλέον θα μπορούσαν τα παιδιά να διδαχθούν τη λαϊκή μας μουσική. Τώρα είναι σε μας ο χώρος, έχουμε σχέδια και έχουμε συζητήσει και με την Περιφέρεια τη χρηματοδότηση για την αξιοποίησή του και την ανάδειξη της ιστορικότητάς του, γιατί εκεί τραγούδησαν, όχι μόνο ο Τσιτσάνης που είναι κορυφαία μορφή, αλλά και άλλοι σπουδαίοι Έλληνες λαϊκοί μουσικοί. Θέλουμε να αναδείξουμε αυτή την ιστορία και να δημιουργήσουμε έναν χώρο πολιτισμού».

Η Καισαριανή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Σκοπευτήριο που οι ναζί είχαν επιλέξει σαν τόπο εκτέλεσης αγωνιστών. Η παραχώρησή του στον δήμο από το κράτος (ήταν μια δέσμευση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα) ικανοποιεί ένα χρόνιο αίτημα των κατοίκων της πόλης. Μένει να δούμε τι θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη.

Όταν το Χάραμα σαπίζει...

Του Χάρη Αναγνωστάκη

«Το Χάραμα» στέκει ακόμη εκεί στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εγκαταλελειμμένο, να σαπίζει. Εκεί που ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο μεγαλύτερος δημιουργός του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού ανέβαινε στο πάλκο του ιστορικού μαγαζιού τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του, από το 1970, όταν τον φώναξε να δουλέψουν μαζί ο κουμπάρος, στενός φίλος και συνεργάτης του Γιάννης Παπαϊωάννου, μέχρι το 1984, όταν πρόωρα έφυγε από κοντά μας.

Αν και είναι στο τέλος της καριέρας του, ο Βασίλης Τσιτσάνης, πάντα μεγαλοφυής και ακούραστος εργάτης - γιατί πιστέψτε με εκείνες τις εποχές η δουλειά όλων αυτών που ανέβαιναν στο πάλκο των μαγαζιών της νύχτας ήταν σκληρότερη και από τα εργοστάσια της Γερμανίας, για τα οποία έφευγαν κατά χιλιάδες οι Έλληνες και για τους οποίους έγραψε και ο Τσιτσάνης και οι άλλοι μεγάλοι του λαϊκού τραγουδιού - εκεί στο Χάραμα θα δώσει την ευκαιρία σε χιλιάδες λάτρεις του να ξεχάσουν τις διαφορές τους, να τον απολαύσουν από κοντά, να κλέψουν από τη μοναδική ανυπόκριτη ευγένειά του, να χορέψουν, να συναντήσουν ένα μύθο.

Για τον Βασίλη Τσιτσάνη έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία - εγώ θα προτιμώ πάντα αυτά του φίλου Κώστα Χατζηδουλή, που γνωρίζω ότι έζησε από πολύ κοντά τον Τσιτσάνη και τους άλλους μεγάλους του ρεμπέτικου τραγουδιού και οι γνώσεις του είναι χρυσάφι για όλους τους νεότερους. Η ζωή του Τσιτσάνη σαν μυθιστόρημα, αλλά το ταλέντο του θεϊκό. Όμως όχι ανεξήγητο. Ήταν παιδί ταπεινής οικογένειας από τα Τρίκαλα, ο πατέρας του τσαρουχάς από την Ήπειρο έπαιζε μαντολίνο, το οποίο το μετέτρεψε σε μπουζούκι και το οποίο ο μικρός Βασίλης το έπιασε στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του. Μέχρι τότε μάθαινε βιολί και ο Ιταλός δάσκαλός του Γκιόσσα ήταν ξετρελαμένος μαζί του. Στην Αθήνα κατέβηκε το 1936 για να σπουδάσει δικηγόρος. Ήδη όμως είχε γράψει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του. Το 1938 ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη για το στρατιωτικό του και εκεί θα μείνει μέχρι την απελευθέρωση. Εκεί συνέχισε το σπουδαίο του έργο και ανάμεσα στα άλλα έγραψε και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Στη Σαλονίκη άνοιξε το δικό του μαγαζί, το ιστορικό «Ουζερί Τσιτσάνης», ένα πολύ μικρό μαγαζάκι στο οποίο έγραφε τραγούδια, αλλά εμφανιζόταν λίγο, καθώς έπρεπε να ζήσει, οπότε έπαιζε σε μεγάλα μαγαζιά της πόλης, όπως στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, αλλά ακόμη και στο μαγαζί του διαβόητου Κέρκυρα, γερμανοτσολιά τον οποίο κατακρεούργησαν κάποιοι στη Θεσσαλονίκη, μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Άλλωστε, πολλά από τα μαγαζιά εκείνης της εποχής (προπολεμικά και μέχρι την πτώση της χούντας) τα είχαν άνθρωποι του καθεστώτος, παρακρατικοί ή ακόμη και μπράβοι πολιτικών. Οι εποχές ήταν μαύρες και άραχλες, γιατί δεν ήταν μόνο πολλοί απ' τους μαγαζάτορες που έκαναν δύσκολη τη ζωή στους ρεμπέτες, ήταν και οι λογοκριτές, οι άνθρωποι που ήθελαν να επιβάλουν το δυτικό τρόπο διασκέδασης στο λαό, αλλά και άλλα πολλά. Ιστορίες που σε συνεπαίρνουν, αλλά και μπορείς απ? αυτές να κατανοήσεις γιατί η χώρα έπρεπε να παραμείνει Ψωροκώσταινα.

Αλλά ας γυρίσουμε και πάλι στο Χάραμα. Ο Τσιτσάνης το καλοκαίρι του 1969 γυρίζει ξεθεωμένος από την Αμερική. Είναι η εποχή που η χούντα σπρώχνει τον κόσμο στα «λαμπερά» μαγαζιά της παραλίας, των ελαφρολαϊκών και της εγχώριας ποπ μουσικής. Ένα θλιβερό συνονθύλευμα αντάξιο της αισθητικής των πραξικοπηματιών που μπορούσε και να διασκεδάσει τη νέα κοινωνική ελίτ αλλά και το προσωπικό των βάσεων.

Το μαγαζί, όμως είχε ήδη ιστορία. Το είχε ανοίξει το 1964 ο Κίμων Φαραντζής και το έκανε γνωστό ο μεγάλος «μπάρμπα Γιάννης», ο Παπαϊωάννου. Λάτρεις του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού συνωθούνται. Το ανακαλύπτει και η νεολαία και γίνεται στέκι. Ωστόσο, πριν το λίγο πριν το 70 το μαγαζί άρχισε να πέφτει και ο Φαραντζής ξαναενώνει το θρυλικό δίδυμο «Τσιτσάνης-Παπαϊωάννου», από το 1956 που συνυπήρξε στο Φαληρικό του Μαργωμένου. Αυτό ήταν. Ο κόσμος άρχισε να ανεβαίνει κάθε βράδυ στην Καισαριανή, η φήμη του μαγαζιού έφτασε σε όλη την Ελλάδα. Κυριαρχούσε η νεολαία, αλλά και παλαιότεροι που ήθελαν να θυμηθούν τα μεγαλεία του ?50. Από το 1973 γίνεται στέκι και των καλλιτεχνών ... κυρίως ηθοποιών και μουσικών, των διανοούμενων, των ανθρώπων των γραμμάτων. Χαμός στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όπου σύχναζαν και πολιτικοί. Σχεδόν όλοι. Δεξιοί, αριστεροί, κομμουνιστές, κεντρώοι, ακόμη και των άκρων. Μόνο ο Τσιτσάνης μπορούσε να τους ενώσει. Θαμώνας και ο Χαρίλαος Φλωράκης και υπουργοί της τότε κυβέρνησης και βεβαίως ο φίλος του ο Ανδρέας, με το υπέροχο ζεϊμπέκικό του. Μάλιστα, ο μύθος, που δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα, μπορώ να το γνωρίζω, λέει ότι όταν ο Ανδρέας ήταν στα κάτω του τον πηγαίνανε στον Τσιτσάνη. Αλλά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και τη συνάντησή του με τον Γιάννη Τσαρούχη, στο Χάραμα. Όταν τον καλεί ο συνθέτης να ανέβει να χορέψει το ζεϊμπέκικο «Θα κάνω ντου βρε πονηρή» και ο Τσαρούχης θα ζωγραφίσει με το μοναδικό του τρόπο πάνω στο πάλκο, ενώ έχει σηκωθεί όρθιο όλο το μαγαζί και τους αποθεώνει. Ο Τσαρούχης ουσιαστικά δεν χόρευε αλλά υποκλινόταν στο μεγαλείο του Τσιτσάνη. Κάτι που έκαναν και πολλοί άλλοι μεγάλοι της τέχνης. Ευτυχώς πολλά απ? αυτά έχουν διατηρηθεί σε αρχεία και προσωπικές συλλογές. Όπως διατηρούμε πάντα στη μνήμη μας και τη δήλωση του Τσαρούχη ότι «ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική ζωντανή απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό». Εντάξει και ο Μίκης και ο Μάνος και όλοι οι σημαντικοί της τέχνης τον ύμνησαν κι ευτυχώς ξέκλεψαν και από την τέχνη του.

Σε αυτά όλα τα χρόνια στο Χάραμα δίπλα του κάθισαν και μεγάλες ερμηνεύτριες, με πρώτη τη Σωτηρία Μπέλλου. Αλλά και η Άννα Χρυσάφη και η Χαρούλα Λαμπράκη και η Αλεξάνδρα, που χάσαμε πέρυσι ξαφνικά.

Η Καισαριανή και το Χάραμα ήταν για τον Βασίλη Τσιτσάνη μία σημαντική περίοδος της ζωής του. Εκεί στο Χάραμα ηχογραφήθηκε ζωντανά ο διπλός δίσκος για την Ουνέσκο, εκεί συναντούσε τους ανερχόμενους τότε και μετά σημαντικούς του λαϊκού τραγουδιού. Στην κουζίνα και στα πιο ταπεινά σημεία των μαγαζιών, που σύχναζαν οι ρεμπέτες, για να ξεκουραστούν μια στάλα, να πιούν τον καφέ τους, να σκαρώσουν ένα τραγούδι. Εκεί κάνει ένα εξαίρετο ντουέτο με τον Γιώργο Νταλάρα. Εκεί όμως άρχισε να νιώθει και τον αποκλεισμό μιας εποχής που ήθελε σουξεδάκια της μιας σεζόν και όχι ωραία τραγούδια. Η Ελλάδα που ξέραμε αρχίζει να χάνεται. Στέκει όρθιος στο πάλκο ο Τσιτσάνης.

Τα Χριστούγεννα του 1983 κλονίζεται η υγεία του και το πάλκο θα μείνει αδειανό. Στις 18 του Γενάρη του 1984 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο. Ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε δηλώσει κάποια στιγμή: «Ότι αισθάνομαι το στιχουργώ, το μελοποιώ, του δίνω ζωή και φτερά, με το μπουζούκι και το μπαγλαμαδάκι μου. Οι στίχοι και οι νότες είναι εκφράσεις της ψυχής μου. Είναι η ίδια η ζωή μου, είναι η ζωή όλων των ανθρώπων με τις λύπες και τις χαρές της...» Τόσο απλά, όσο μια πνοή. Περίπου τα ίδια έλεγε για την τέχνη του και μπάρμπα Γιάννης, ο Παπαϊωάννου, αυτός που τον πήγε στο Χάραμα. Το μαγαζί που συμπυκνώνει την ύστερη ζωή του λαϊκού τραγουδιού. Και σήμερα ρημάζει και ο Τσιτσάνης σαν αερικό να τριγυρνά, για να μας θυμίζει ότι κάποτε η Ελλάδα έβγαζε γιγαντιαίες προσωπικότητες.

* Το πλήρες κείμενο για την Καισαριανή και όλα τα θέματα στο Πρακτορείο που κυκλοφορεί.


Λεπτομέρειες στη συνδρομητική σελίδα του ΑΠΕ-ΜΠΕ
© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή από επισκέπτες της ιστοσελίδας.
Tweets by @amna_news

eana